- ξυλάνθρακας
- charbon
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ξυλάνθρακας — ο στερεό υπόλειμμα τής εξανθράκωσης τού ξύλου, που αποτελείται από καθαρό σχεδόν άνθρακα όταν η θερμοκρασία εξανθράκωσης υπερβεί τους 400°C, το ξυλοκάρβουνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + άνθρακας. Η λ., στον λόγιο τ. ξυλάνθραξ, μαρτυρείται από το 1847… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
κάρβουνο — το (Μ κάρβουνο[ν] και κάρβωνον) 1. άνθρακας, ξυλάνθρακας, ξυλοκάρβουνο 2. μτφ. ερωτικός πόθος, πάθος («και να γροικού κάρβουνο στσι καρδιές τως», Πανώρ. νεοελλ. 1. κάθε είδος άνθρακα, γαιάνθρακας, λιγνίτης, λιθάνθρακας ή ξυλάνθρακας 2. (στη… … Dictionary of Greek
έκρηξη — Βίαιη και ταχύτατη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή θερμότητας, φωτός, τεράστιας παραγωγής αερίων και συνεπώς μηχανικού έργου. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται συνήθως στη χημική αντίδραση που παράγεται μέσα στην εκρηκτική ύλη… … Dictionary of Greek
ξυλοκάρβουνο — το ο ξυλάνθρακας … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
υψικάμινος — Βιομηχανική εγκατάσταση συνεχούς λειτουργίας για την παραγωγή χυτοσίδηρου από τα σιδηρούχα ορυκτά και γενικά από τα οξειδωμένα υπόλοιπα μεταλλικών κατασκευών διαφορετικής προέλευσης. Οι πρώτες υ. κατασκευάστηκαν στην Ευρώπη γύρω στο 1200, όταν η… … Dictionary of Greek
αντιασφυξιογόνα προσωπίδα — Ατομική συσκευή που προστατεύει τις αναπνευστικές οδούς, το δέρμα του προσώπου και τα μάτια από την επιβλαβή δράση τοξικών ουσιών που περιέχονται στην ατμόσφαιρα. Η παρουσία των ουσιών αυτών μπορεί να οφείλεται σε βιομηχανικές επεξεργασίες, σε… … Dictionary of Greek
ξυλοκάρβουνο — το κάρβουνο από ξύλο, ξυλάνθρακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)